Γιος ιερέα, γεννήθηκε στα Δουμενά Καλαβρύτων, προικισμένος από πολλά φυσικά χαρίσματα και άριστα καταρτισμένος επιστημονικά, με σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας, στη Γενεύη και στη Χαϊδελβέργη. Χρημάτισε αρχικά καθηγητής των θρησκευτικών μαθημάτων της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, της οποίας διετέλεσε κοσμήτορας. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης και παράλληλα ανέλαβε και καθήκοντα Α΄ Γραμματέα της Ιεράς Συνόδου. Εξελέγη Μητροπολίτης Αθηνών την 11η Οκτωβρίου 1896. Εμφορούμενος και ο Προκόπιος από ανορθωτικό πνεύμα για την Εκκλησία, εργάσθηκε με γνώση και σύνεση και έθεσε ως σκοπό να καταστήσει την Αρχιερατεία του γόνιμη και δημιουργική. Άγρυπνη υπήρξε η μέριμνά του για το κήρυγμα του θείου λόγου και εκπόνησε πλήρες πρόγραμμα εκκλησιαστικής ανόρθωσης. Όταν όμως εξερράγησαν τα «Ευαγγελικά», αναγκάσθηκε για πολιτικούς λόγους να παραιτηθεί την 3η Νοεμβρίου 1901. Απεβίωσε στην Αθήνα την 4η Ιουλίου 1902, αφήνοντας περισπούδαστο έργο.